παραγίνομαι

παραγίνομαι
παραγίνομαι impf. 3 pl. παρεγίνοντο; 2 aor. παρεγενόμην and παρεγενήθην LXX; pf. παραγέγονα LXX; plpf. 3 sg. παραγεγόνει; inf. παραγεγενῆσθαι (Just) (Hom.+).
to be in movement so as to be present at a particular place, draw near, come, arrive, be present (Aristoph., Hdt. et al.; Vi. Aesopi G 7 Isis; ins, pap, LXX)
of pers. foll. by εἰς and acc. of place (Hdt.; SIG 474, 13f παραγεγονὼς δὲ [καὶ εἰς τὴν πό]λιν; POxy 743, 23 [2 B.C.]; PRyl 232, 3; Ex 16:35; Josh 24:11; Philo, Mos. 1, 86) Mt 2:1; J 8:2; Ac 9:26; 13:14 (w. ἀπὸ τ. Πέργης; cp. Jos., Ant. 18, 110); 15:4; AcPl Ant 13, 1 (=Aa I 236, 6); AcPl Cor 1:2. Also ἐν w. dat. of place (POxy 1185, 26; BGU 286, 6; Just., D. 51, 2) Ac 9:26 v.l.; ITr 1:1. Foll. by ἐπί τινα come against someone, mostly w. hostile purpose (Thu. 2, 95, 3; 2 Macc 4:34; 8:16; 11:2; 12:6; 15:24.—ἐπί 12b) Lk 22:52. Foll. by πρός τινα (Lucian, Philops. 6; PCairZen 214, 5 [254 B.C.] πρὸς ἡμᾶς; PSI 341, 4; PEleph 9, 4; Ex 2:18; Judg 8:15; Jos., Ant. 6, 131) Lk 7:4, 20; 8:19; 22:52 v.l.; Ac 20:18. φίλος παρεγένετο ἐξ ὁδοῦ πρός με Lk 11:6 (παραγίνεσθαι ἐκ as SIG 663, 4; PMagd 1, 10 [III B.C.]; Gen 35:9; 1 Macc 5:14; Jos., Vi. 248 ἐκ τῆς ὁδοῦ παρεγενόμην). παραγίνεται ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας ἐπὶ τὸν Ἰορδάνην πρὸς τὸν Ἰωάννην Mt 3:13 (π. ἐπί w. acc. of place as SIG 633, 85 al.; Sb 3925, 4; Jdth 6:11; 14:13; Bel 15). ἐνθάδε AcPlCor 1:16. Abs. Mk 14:43; Lk 14:21; 19:16; J 3:23; Ac 5:21f, 25; 9:39; 10:33; 11:23; 14:27; 17:10; 18:27; 21:18; 23:16, 35; 24:17, 24; 25:7; 28:21; 1 Cor 16:3; 1 Cl 12:6; IRo 6:2; Hs 9, 5, 7; AcPlCor 1:7.
of things taught: ἐντολὰς … τὰς … ἀπʼ αὐτῆς παραγινομένας τῆς ἀληθείας instructions which proceed directly from the truth Papias (2:3). Somet. the coming has rather the sense
make a public appearance, appear of J. the Baptist Mt 3:1. Of Jesus, w. inf. of purpose foll. (cp. 1 Macc 4:46) Lk 12:51. Χριστὸς παραγενόμενος ἀρχιερεύς Hb 9:11.
to come to help, stand by, come to the aid of (Trag.; Thu. 3, 54, 4; Pla., Rep. 2, 368b) οὐδείς μοι παρεγένετο 2 Ti 4:16.—DELG s.v. γίγνομαι. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παραγίνομαι — ΝΜΑ και παραγίγνομαι ΜΑ νεοελλ. 1. γίνομαι σε υπερβολικό βαθμό, αποκτώ ιδιότητα πέρα από το κανονικό («παράγινε χοντρός και αρρώστησε η καρδιά του» 2. αποκτώ συνήθεια πέρα από το ανεκτό όριο, ξεπερνώ τα όρια, υπερβαίνω τα εσκαμμένα («παράγινε… …   Dictionary of Greek

  • παραγίνομαι — αμτβ., παράγινα, παραγινωμένος και παραγενωμένος 1. γίνομαι κάτι περισσότερο απ όσο πρέπει: Παράγινες ενοχλητικός με τα πειράγματά σου. 2. (για καρπούς) παραωριμάζω: Τα παραγινωμένα ροδάκινα δεν τ αγοράζει ο έμπορος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραγίνομαι — παραγίγνομαι to be beside pres ind mp 1st sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγίνωμα — και παραγένωμα, το [παραγίνομαι] το αποτέλεσμα τού παραγίνομαι, υπερβολική ωρίμαση καρπού …   Dictionary of Greek

  • γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …   Dictionary of Greek

  • παραγίγνομαι — ΜΑ βλ. παραγίνομαι …   Dictionary of Greek

  • υπερπεπαίνομαι — Α (αποθ.) ωριμάζω περισσότερο από το κανονικό, υπερωριμάζω, παραγίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + πεπαίνω «ωριμάζω»] …   Dictionary of Greek

  • υπερπερκάζω — Μ (για σταφύλια) παίρνω το μαύρο χρώμα τών ώριμων καρπών σε βαθμό μεγαλύτερο από το κανονικό, υπερωριμάζω, παραγίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + περκάζω «(για σταφύλια) παίρνω μαύρο χρώμα, σκουραίνω»] …   Dictionary of Greek

  • υπερωριμάζω — Ν [ωριμάζω] ωριμάζω πάρα πολύ, παραγίνομαι …   Dictionary of Greek

  • ՀԱՍԱՆԵՄ — (հասի, հա՛ս, սէ՛ք.) NBH 2 0050 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 10c, 12c, 13c չ. ՀԱՍԱՆԵՄ որ եւ ՀԱՍԱՆԻՄ. ռմկ. հասնիլ. παραγίνομαι , φθάνω, ἁφικνέομαι, προσέρχομαι pervenio, advenio ἑφάπτομαι, ἑφίστημι supervenio… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՀՊԻՄ — (եցայ.) NBH 2 0126 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c ձ. παραγίνομαι, πάρειμι advenio, adsum ἄπτω, ἄπτομαι tango, attingo. Հուպ լինել. հպաւորիլ. մատչել. մերձենալ. շօշափել. յարիլ. կցիլ. զուգաւորիլ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”